σπορικό

σπορικό
το
εκλεκτός σπόρος σιταριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπορικό — το, Ν 1. ο σπόρος 2. ο εκλεκτός σπόρος τών σιτηρών που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη νέα σπορά 3. στον πληθ. τα σπορικά φυτά που φυτρώνουν με σπορά, σε αντιδιαστολή προς τα φυτευτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”